- ταπητουργικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην ταπητουργία ή τον ταπητουργό: Ταπητουργικός οργανισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταπητουργικός — ή, ό, Ν [ταπητουργός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταπητουργία ή στον ταπητουργό («ταπητουργικός οργανισμός») … Dictionary of Greek
ταπέτο — Oνομάζεται και χαλί. Υφαντό επίστρωμα για το δάπεδο και για την εσωτερική επιφάνεια των τοίχων. Κατασκευάζεται κυρίως από μαλλί και είναι χειροποίητο ή μηχανοποίητο. Ως χώρες κατασκευής τ. αναφέρονται η Αίγυπτος, η Περσία, η Μεσοποταμία, η… … Dictionary of Greek